Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
ὀστοειδής
ὀστοθηκάριον
ὀστοθήκη
ὀστοθήκιον
ὀστοινα
ὀστόϊνος
ὀστοκατεάκτης
ὀστοκλάστης
ὀστοκόπος
ὀστοκοπώδης
ὀστοκόραξ
ὀστολογέω
ὀστολογία
ὀστολόγος
ὀστομάχιον
ὀστοποιητικός
ὀστοῦν
ὀστοφαγέω
ὀστοφανέω
ὀστοφυής
ὀστρακᾶς
View word page
ὀστοκόραξ
ὀστο-κόραξ
,
ᾰκος
,
ὁ
,
A).
=
ὀστοκατεάκτης
,
Gloss.
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
ὀστοκόραξ
Headword (normalized):
ὀστοκόραξ
Headword (normalized/stripped):
οστοκοραξ
IDX:
75609
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-75610
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ὀστο-κόραξ</span>, <span class="itype greek">ᾰκος</span>, <span class="gen greek">ὁ</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> = <span class="ref greek">ὀστοκατεάκτης</span> , <span class="title" style="font-style: italic;">Gloss.</span> </div> </div><br><br>'}