Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

ὀστοδέτης
ὀστοδετικὴ
ὀστοειδής
ὀστοθηκάριον
ὀστοθήκη
ὀστοθήκιον
ὀστοινα
ὀστόϊνος
ὀστοκατεάκτης
ὀστοκλάστης
ὀστοκόπος
ὀστοκοπώδης
ὀστοκόραξ
ὀστολογέω
ὀστολογία
ὀστολόγος
ὀστομάχιον
ὀστοποιητικός
ὀστοῦν
ὀστοφαγέω
ὀστοφανέω
View word page
ὀστοκόπος
ὀστο-κόπος, ,
A). v. ὀστεοκόπος .


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
ὀστοκόπος
Headword (normalized):
ὀστοκόπος
Headword (normalized/stripped):
οστοκοπος
IDX:
75607
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-75608
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ὀστο-κόπος</span>, <span class="gen greek">ὁ</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> v. <span class="ref greek">ὀστεοκόπος</span> .</div> </div><br><br>'}