Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

ὀστοδερμία
ὀστοδέτης
ὀστοδετικὴ
ὀστοειδής
ὀστοθηκάριον
ὀστοθήκη
ὀστοθήκιον
ὀστοινα
ὀστόϊνος
ὀστοκατεάκτης
ὀστοκλάστης
ὀστοκόπος
ὀστοκοπώδης
ὀστοκόραξ
ὀστολογέω
ὀστολογία
ὀστολόγος
ὀστομάχιον
ὀστοποιητικός
ὀστοῦν
ὀστοφαγέω
View word page
ὀστοκλάστης
ὀστο-κλάστης, ου, , = foreg., Cyran. 98 , Gloss.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
ὀστοκλάστης
Headword (normalized):
ὀστοκλάστης
Headword (normalized/stripped):
οστοκλαστης
IDX:
75606
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-75607
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ὀστο-κλάστης</span>, <span class="itype greek">ου</span>, <span class="gen greek">ὁ</span>, = foreg., <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Cyran.</span> 98 </span>, <span class="title" style="font-style: italic;">Gloss.</span> </div><br><br>'}