Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
ὄστλιγξ
ὀστοδερμία
ὀστοδέτης
ὀστοδετικὴ
ὀστοειδής
ὀστοθηκάριον
ὀστοθήκη
ὀστοθήκιον
ὀστοινα
ὀστόϊνος
ὀστοκατεάκτης
ὀστοκλάστης
ὀστοκόπος
ὀστοκοπώδης
ὀστοκόραξ
ὀστολογέω
ὀστολογία
ὀστολόγος
ὀστομάχιον
ὀστοποιητικός
ὀστοῦν
View word page
ὀστοκατεάκτης
ὀστο-κατεάκτης
,
ου
,
ὁ
,
A).
ossifrage, lammergeyer,
Gloss.
ShortDef
ossifrage, lammergeyer
Debugging
Headword:
ὀστοκατεάκτης
Headword (normalized):
ὀστοκατεάκτης
Headword (normalized/stripped):
οστοκατεακτης
IDX:
75605
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-75606
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ὀστο-κατεάκτης</span>, <span class="itype greek">ου</span>, <span class="gen greek">ὁ</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">ossifrage, lammergeyer,</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Gloss.</span> </span> </div> </div><br><br>'}