Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

ὀστίτης
ὄστλιγξ
ὀστοδερμία
ὀστοδέτης
ὀστοδετικὴ
ὀστοειδής
ὀστοθηκάριον
ὀστοθήκη
ὀστοθήκιον
ὀστοινα
ὀστόϊνος
ὀστοκατεάκτης
ὀστοκλάστης
ὀστοκόπος
ὀστοκοπώδης
ὀστοκόραξ
ὀστολογέω
ὀστολογία
ὀστολόγος
ὀστομάχιον
ὀστοποιητικός
View word page
ὀστόϊνος
ὀστόϊνος,
A). = ὀστέϊνος , Aq. Ex. 1.9 , al.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
ὀστόϊνος
Headword (normalized):
ὀστόϊνος
Headword (normalized/stripped):
οστοινος
IDX:
75604
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-75605
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ὀστόϊνος</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> = <span class="ref greek">ὀστέϊνος</span> , <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Aq.</span> <span class="title" style="font-style: italic;">Ex.</span> 1.9 </span>, al.</div> </div><br><br>'}