Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
ὅστις
ὀστίτης
ὄστλιγξ
ὀστοδερμία
ὀστοδέτης
ὀστοδετικὴ
ὀστοειδής
ὀστοθηκάριον
ὀστοθήκη
ὀστοθήκιον
ὀστοινα
ὀστόϊνος
ὀστοκατεάκτης
ὀστοκλάστης
ὀστοκόπος
ὀστοκοπώδης
ὀστοκόραξ
ὀστολογέω
ὀστολογία
ὀστολόγος
ὀστομάχιον
View word page
ὀστοινα
ὀστοινα
, dub. sens. in
PFay.
331
(ii A. D.).
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
ὀστοινα
Headword (normalized):
ὀστοινα
Headword (normalized/stripped):
οστοινα
IDX:
75603
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-75604
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ὀστοινα</span>, dub. sens. in <span class="bibl"> <span class="title" style="font-style: italic;">PFay.</span> 331 </span> (ii A. D.).</div><br><br>'}