Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
ὄστινος
ὅστις
ὀστίτης
ὄστλιγξ
ὀστοδερμία
ὀστοδέτης
ὀστοδετικὴ
ὀστοειδής
ὀστοθηκάριον
ὀστοθήκη
ὀστοθήκιον
ὀστοινα
ὀστόϊνος
ὀστοκατεάκτης
ὀστοκλάστης
ὀστοκόπος
ὀστοκοπώδης
ὀστοκόραξ
ὀστολογέω
ὀστολογία
ὀστολόγος
View word page
ὀστοθήκιον
ὀστο-θήκιον
,
τό
, Dim. of foreg.,
Schwyzer
625.1
(Mytil., ii/i B. C.).
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
ὀστοθήκιον
Headword (normalized):
ὀστοθήκιον
Headword (normalized/stripped):
οστοθηκιον
IDX:
75602
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-75603
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ὀστο-θήκιον</span>, <span class="gen greek">τό</span>, Dim. of foreg., <span class="bibl"> <span class="title" style="font-style: italic;">Schwyzer</span> 625.1 </span> (Mytil., ii/i B. C.).</div><br><br>'}