Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
ὀστεολογία
ὀστεολόγος
ὀστέον
ὀστεώδης
ὄστινος
ὅστις
ὀστίτης
ὄστλιγξ
ὀστοδερμία
ὀστοδέτης
ὀστοδετικὴ
ὀστοειδής
ὀστοθηκάριον
ὀστοθήκη
ὀστοθήκιον
ὀστοινα
ὀστόϊνος
ὀστοκατεάκτης
ὀστοκλάστης
ὀστοκόπος
ὀστοκοπώδης
View word page
ὀστοδετικὴ
ὀστο-δετικὴ
διαγραφή
, diagram
A).
for purposes of bonesetting
, ibid.
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
ὀστοδετικὴ
Headword (normalized):
ὀστοδετικὴ
Headword (normalized/stripped):
οστοδετικη
IDX:
75598
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-75599
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ὀστο-δετικὴ</span> <span class="foreign greek">διαγραφή</span>, diagram <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">for purposes of bonesetting</span>, ibid.</div> </div><br><br>'}