Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
ὄσσε
ὀσσεία
ὀσσῆξαι
ὁσσίχος
ὄσσομαι
ὅσσος
ὀσσῶσθαι
ὀστάγρα
ὀσταθείς
ὀστακός
ὀσταλιόχος
ὀσταναβολεύς
ὀσταρίδιον
ὀστάριον
ὄστασαν
ὀσταφίς
ὅστε
ὀστέϊνος
ὀστεογενής
ὀστεοκόλλος
ὀστεοκόπος
View word page
ὀσταλιόχος
ὀσταλιόχος·
τόξευμα,
Hsch.
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
ὀσταλιόχος
Headword (normalized):
ὀσταλιόχος
Headword (normalized/stripped):
οσταλιοχος
IDX:
75577
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-75578
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ὀσταλιόχος·</span> <span class="foreign greek">τόξευμα,</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> </div><br><br>'}