Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

ὄσπρεον
ὀσπρεύω
ὀσπρηγοί
ὀσπριοδόχος
ὀσπριοθήκη
ὄσπριον
ὀσπριοπώλης
ὀσπριοφαγέω
ὀσπριώδης
ὀσπρολέων
ὄσπρος
ὄσσᾰ
ὅσσα
ὁσσάκῐ
ὁσσάτιος
ὄσσε
ὀσσεία
ὀσσῆξαι
ὁσσίχος
ὄσσομαι
ὅσσος
View word page
ὄσπρος
ὄσπρος· ἰδίως τις λέγεται ὡς πιδὸς καὶ ἐρέβινθος, Hsch. (cf. ὄσπριον).


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
ὄσπρος
Headword (normalized):
ὄσπρος
Headword (normalized/stripped):
οσπρος
IDX:
75562
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-75563
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ὄσπρος·</span> <span class="foreign greek">ἰδίως τις λέγεται ὡς πιδὸς καὶ ἐρέβινθος,</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> (cf. <span class="foreign greek">ὄσπριον</span>).</div><br><br>'}