Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

ἀναστίδωνος
ἀναστοιχειόω
ἀναστοιχείωσις
ἀναστοιχειωτικός
ἀναστολή
ἀναστομόω
ἀναστόμωσις
ἀναστομωτέον
ἀναστομωτήριος
ἀναστομωτικός
ἀναστομωτός
ἀναστοναχέω
ἀναστοφάγος
ἀναστράπτω
ἀναστρατεύω
ἀναστρατοπεδεία
ἀναστρατοπεδεύω
ἀνάστρεμμα
ἀναστρεπτέον
ἀναστρέφω
ἀναστρολόγητος
View word page
ἀναστομωτός
ἀναστομ-ωτός, όν, of an abscess, prob.
A). f.l. for ἀστόμωτος , Gal. 18(2).795 .


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
ἀναστομωτός
Headword (normalized):
ἀναστομωτός
Headword (normalized/stripped):
αναστομωτος
IDX:
7552
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-7553
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ἀναστομ-ωτός</span>, <span class="itype greek">όν</span>, of an abscess, prob. <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> f.l. for <span class="ref greek">ἀστόμωτος</span> , <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Gal.</span> 18(2).795 </span>.</div> </div><br><br>'}