Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
ἀνάστημα
ἀναστηρίζω
ἀναστησείω
ἀναστίδωνος
ἀναστοιχειόω
ἀναστοιχείωσις
ἀναστοιχειωτικός
ἀναστολή
ἀναστομόω
ἀναστόμωσις
ἀναστομωτέον
ἀναστομωτήριος
ἀναστομωτικός
ἀναστομωτός
ἀναστοναχέω
ἀναστοφάγος
ἀναστράπτω
ἀναστρατεύω
ἀναστρατοπεδεία
ἀναστρατοπεδεύω
ἀνάστρεμμα
View word page
ἀναστομωτέον
ἀναστομ-ωτέον
,
A).
one must open,
of piles,
Gal.
17(2).287
.
ShortDef
one must open
Debugging
Headword:
ἀναστομωτέον
Headword (normalized):
ἀναστομωτέον
Headword (normalized/stripped):
αναστομωτεον
IDX:
7549
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-7550
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ἀναστομ-ωτέον</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">one must open,</span> of piles, <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Gal.</span> 17(2).287 </span>.</div> </div><br><br>'}