Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
ὀρχηστρικός
ὀρχήστριον
ὀρχηστρίς
ὀρχηστύς
ὀρχίδιον
ὀρχίλος
ὀρχιπέδη
ὀρχιπεδίζω
ὀρχίπεδον
ὄρχις
ὀρχμαί
Ὀρχομενός
ὄρχος
ὀρχοτομέω
ὀρχοτομία
ὄρω
ὅρῳ
ὀρώδης
ὄρωρα
ὀρωρέχαται
ὀρώρυχα
View word page
ὀρχμαί
ὀρχμαί·
φραγμοί, καλαμῶνες, φάραγγες, σπῆλυγξ,
Hsch.
:
ὀρχμούς·
λοχμῶδες καὶ ὄρειον χωρίον, οὐκ ἐπεργαζόμενον,
Lex.Rhet.Cant.
p.29
Meier. (Cf.
ὀρχάμη.
)
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
ὀρχμαί
Headword (normalized):
ὀρχμαί
Headword (normalized/stripped):
ορχμαι
IDX:
75496
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-75497
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ὀρχμαί·</span> <span class="foreign greek">φραγμοί, καλαμῶνες, φάραγγες, σπῆλυγξ,</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> : <span class="orth greek">ὀρχμούς·</span> <span class="foreign greek">λοχμῶδες καὶ ὄρειον χωρίον, οὐκ ἐπεργαζόμενον,</span> <span class="bibl"> <span class="title" style="font-style: italic;">Lex.Rhet.Cant.</span> p.29 </span> Meier. (Cf. <span class="foreign greek">ὀρχάμη.</span>)</div><br><br>'}