Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

ὀρχησμός
ὀρχηστήρ
ὀρχηστής
ὀρχηστικός
ὀρχηστοδιδάσκαλος
ὀρχηστομανέω
ὀρχηστοπαλάριος
ὀρχηστοπάλη
ὀρχήστρα
ὀρχήστρια
ὀρχηστρικός
ὀρχήστριον
ὀρχηστρίς
ὀρχηστύς
ὀρχίδιον
ὀρχίλος
ὀρχιπέδη
ὀρχιπεδίζω
ὀρχίπεδον
ὄρχις
ὀρχμαί
View word page
ὀρχηστρικός
ὀρχηστ-ρικός,
A). v. ὀρχηστικός.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
ὀρχηστρικός
Headword (normalized):
ὀρχηστρικός
Headword (normalized/stripped):
ορχηστρικος
IDX:
75486
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-75487
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ὀρχηστ-ρικός</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> v. <span class="ref greek">ὀρχηστικός.</span> </div> </div><br><br>'}