Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

ὀρφνός
ὀρφνώδης
ὀρφοβότης
ὀρφώς
ὀρχάμη
ὄρχαμος
ὀρχάς
ὀρχάς
ὄρχατος
ὄρχεα
ὀρχείδιον
ὀρχέομαι
ὀρχηδόν
ὀρχηθμός
ὄρχημα
ὀρχηματικός
ὄρχησις
ὀρχησμός
ὀρχηστήρ
ὀρχηστής
ὀρχηστικός
View word page
ὀρχείδιον
ὀρχείδιον,
A). v. ὀρχίδιον.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
ὀρχείδιον
Headword (normalized):
ὀρχείδιον
Headword (normalized/stripped):
ορχειδιον
IDX:
75469
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-75470
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ὀρχείδιον</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> v. <span class="ref greek">ὀρχίδιον.</span> </div> </div><br><br>'}