Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

ἀναστενάχω
ἀναστένω
ἀναστέριστος
ἀνάστερος
ἀναστέφω
ἀναστηλόω
ἀναστήλωσις
ἀνάστημα
ἀναστηρίζω
ἀναστησείω
ἀναστίδωνος
ἀναστοιχειόω
ἀναστοιχείωσις
ἀναστοιχειωτικός
ἀναστολή
ἀναστομόω
ἀναστόμωσις
ἀναστομωτέον
ἀναστομωτήριος
ἀναστομωτικός
ἀναστομωτός
View word page
ἀναστίδωνος
ἀναστίδωνος· ἀνατεταμένος, Hsch.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
ἀναστίδωνος
Headword (normalized):
ἀναστίδωνος
Headword (normalized/stripped):
αναστιδωνος
IDX:
7542
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-7543
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ἀναστίδωνος·</span> <span class="foreign greek">ἀνατεταμένος,</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> </div><br><br>'}