Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

ἀναστεναχίζω
ἀναστενάχω
ἀναστένω
ἀναστέριστος
ἀνάστερος
ἀναστέφω
ἀναστηλόω
ἀναστήλωσις
ἀνάστημα
ἀναστηρίζω
ἀναστησείω
ἀναστίδωνος
ἀναστοιχειόω
ἀναστοιχείωσις
ἀναστοιχειωτικός
ἀναστολή
ἀναστομόω
ἀναστόμωσις
ἀναστομωτέον
ἀναστομωτήριος
ἀναστομωτικός
View word page
ἀναστησείω
ἀναστησείω, Desiderat. of ἀνίσταμαι, Agath. 3.4 .


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
ἀναστησείω
Headword (normalized):
ἀναστησείω
Headword (normalized/stripped):
αναστησειω
IDX:
7541
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-7542
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ἀναστησείω</span>, Desiderat. of <span class="foreign greek">ἀνίσταμαι,</span> <a class="bibl" target="_blank" data-urn="urn:cts:greekLit:tlg4024.tlg001:3:4" href="https://catalog-api-dev.scaife.eldarion.com/urn:cts:greekLit:tlg4024.tlg001:3.4/canonical-url/"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Agath.</span> 3.4 </a>.</div><br><br>'}