Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

ὀρταλιχεύς
ὀρτάλιχος
ὁρτή
ὀρτός
Ὀρτυγία
ὀρτύγιον
ὀρτυγοθήρας
ὀρτυγοκόμος
ὀρτυγόκομπος
ὀρτυγοκοπέω
ὀρτυγοκοπία
ὀρτυγοκοπικός
ὀρτυγόκοπος
ὀρτυγομανία
ὀρτυγομήτρα
ὀρτυγοπώλης
ὀρτυγοτροφεῖον
ὀρτυγοτροφέω
ὀρτυγοτρόφος
ὄρτυξ
ὀρτῶς
View word page
ὀρτυγοκοπία
ὀρτῠγοκοπ-ία, ,
A). the game of quail-striking, ibid.


ShortDef

the game of quail-striking

Debugging

Headword:
ὀρτυγοκοπία
Headword (normalized):
ὀρτυγοκοπία
Headword (normalized/stripped):
ορτυγοκοπια
IDX:
75385
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-75386
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ὀρτῠγοκοπ-ία</span>, <span class="gen greek">ἡ</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">the game of quail-striking,</span> ibid.</div> </div><br><br>'}