Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

ὀρσός
ὀρσότης
ὀρσοτρίαινᾰ
ὀρσύδρα
ὄρσω
ὁρτάζω
ὀρταλίζω
ὀρταλίς
ὀρταλιχεύς
ὀρτάλιχος
ὁρτή
ὀρτός
Ὀρτυγία
ὀρτύγιον
ὀρτυγοθήρας
ὀρτυγοκόμος
ὀρτυγόκομπος
ὀρτυγοκοπέω
ὀρτυγοκοπία
ὀρτυγοκοπικός
ὀρτυγόκοπος
View word page
ὁρτή
ὁρτή, , Ion. for ἑορτή.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
ὁρτή
Headword (normalized):
ὁρτή
Headword (normalized/stripped):
ορτη
IDX:
75377
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-75378
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ὁρτή</span>, <span class="gen greek">ἡ</span>, Ion. for <span class="foreign greek">ἑορτή.</span> </div><br><br>'}