Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

ὄρπετον
ὄρπη
ὄρπηξ
ὀρρέξας
ὁρρεοπραιποσιτία
ὀρριδιᾶν
ὅρριον
ὀρρόβηλος
ὀρρόμελι
ὀρροποτέω
ὀρροποτίη
ὀρροπύγιον
ὀρροπυγόστικτος
ὀρρός
ὄρρος
ὀρρωδέω
ὀρρωδέως
ὀρρώδης
ὀρρωδία
ὀρσάγγης
ὀρσίαλος
View word page
ὀρροποτίη
ὀρρο-ποτίη, ,
A). v. ὀροποτίη.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
ὀρροποτίη
Headword (normalized):
ὀρροποτίη
Headword (normalized/stripped):
ορροποτιη
IDX:
75342
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-75343
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ὀρρο-ποτίη</span>, <span class="gen greek">ἡ</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> v. <span class="ref greek">ὀροποτίη.</span> </div> </div><br><br>'}