Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

Ὄρπα
ὄρπετον
ὄρπη
ὄρπηξ
ὀρρέξας
ὁρρεοπραιποσιτία
ὀρριδιᾶν
ὅρριον
ὀρρόβηλος
ὀρρόμελι
ὀρροποτέω
ὀρροποτίη
ὀρροπύγιον
ὀρροπυγόστικτος
ὀρρός
ὄρρος
ὀρρωδέω
ὀρρωδέως
ὀρρώδης
ὀρρωδία
ὀρσάγγης
View word page
ὀρροποτέω
ὀρρο-ποτέω,
A). v. ὀροποτέω.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
ὀρροποτέω
Headword (normalized):
ὀρροποτέω
Headword (normalized/stripped):
ορροποτεω
IDX:
75341
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-75342
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ὀρρο-ποτέω</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> v. <span class="ref greek">ὀροποτέω.</span> </div> </div><br><br>'}