Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
ὀροπέδιον
ὀροποτέω
ὀροποτίη
ὄρος
ὀρός
ὅρος
Ὀροσάγγαι
ὀρόσπιζος
ὀροτύπος
ὀρούα
ὀρούματα
ὄρουσις
ὀρούω
ὀροφή
ὀροφηφάγος
ὀροφηφόρος
ὀροφιαῖος
ὀροφίας
ὀροφικός
ὀρόφινος
ὀρόφιος
View word page
ὀρούματα
ὀρούματα·
ὁρμήματα, πηδήματα,
Hsch.
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
ὀρούματα
Headword (normalized):
ὀρούματα
Headword (normalized/stripped):
ορουματα
IDX:
75308
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-75309
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ὀρούματα·</span> <span class="foreign greek">ὁρμήματα, πηδήματα,</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> </div><br><br>'}