Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

ὀρνιθώδης
ὀρνιθών
ὄρνιος
ὄρνις
ὄρνιτο
ὀρνιχολόχος
ὀρνόλη
ὄρνυμι
ὀρνύφιον
ὀροβάγχη
ὀροβάδων
ὀρόβακχος
ὀρόβαξ
ὀρόβηθρον
ὀροβιαῖος
ὀροβίας
ὀροβίζω
ὀρόβινος
ὀρόβιον
ὀροβίτης
ὀροβοειδής
View word page
ὀροβάδων
ὀροβάδων· νεβρῶν, Hsch.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
ὀροβάδων
Headword (normalized):
ὀροβάδων
Headword (normalized/stripped):
οροβαδων
IDX:
75265
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-75266
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ὀροβάδων·</span> <span class="foreign greek">νεβρῶν,</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> </div><br><br>'}