Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

ὀρνιθοτροφέω
ὀρνιθοτροφία
ὀρνιθότροφος
ὀρνιθοφάγος
ὀρνιθοφυής
ὀρνιθώδης
ὀρνιθών
ὄρνιος
ὄρνις
ὄρνιτο
ὀρνιχολόχος
ὀρνόλη
ὄρνυμι
ὀρνύφιον
ὀροβάγχη
ὀροβάδων
ὀρόβακχος
ὀρόβαξ
ὀρόβηθρον
ὀροβιαῖος
ὀροβίας
View word page
ὀρνιχολόχος
ὀρνῑχολόχος, ὄρνῑχος, ὄρνῑθ-χα,
A). v. ὀρνιθ-, ὄρνις.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
ὀρνιχολόχος
Headword (normalized):
ὀρνιχολόχος
Headword (normalized/stripped):
ορνιχολοχος
IDX:
75260
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-75261
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ὀρνῑχολόχος</span>, <span class="orth greek">ὄρνῑχος</span>, <span class="orth greek">ὄρνῑθ-χα</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> v. <span class="ref greek">ὀρνιθ-, ὄρνις.</span> </div> </div><br><br>'}