Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

ὀρνιθοσκοπία
ὀρνιθόσκοπος
ὀρνιθοτροφεῖον
ὀρνιθοτροφέω
ὀρνιθοτροφία
ὀρνιθότροφος
ὀρνιθοφάγος
ὀρνιθοφυής
ὀρνιθώδης
ὀρνιθών
ὄρνιος
ὄρνις
ὄρνιτο
ὀρνιχολόχος
ὀρνόλη
ὄρνυμι
ὀρνύφιον
ὀροβάγχη
ὀροβάδων
ὀρόβακχος
ὀρόβαξ
View word page
ὄρνιος
ὄρνιος, poet. for ὀρνίθειος, AP 9.377 ( Pall.).


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
ὄρνιος
Headword (normalized):
ὄρνιος
Headword (normalized/stripped):
ορνιος
IDX:
75257
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-75258
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ὄρνιος</span>, poet. for <span class="foreign greek">ὀρνίθειος,</span> <span class="bibl"> <span class="title" style="font-style: italic;">AP</span> 9.377 </span> (<span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Pall.</span></span>).</div><br><br>'}