Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

ὀρνιθόμαντις
ὀρνιθονομεῖον
ὀρνιθόομαι
ὀρνιθόπαις
ὀρνιθοπέδη
ὀρνιθοπρόσωπος
ὀρνιθοπώλης
ὀρνιθοσκοπέομαι
ὀρνιθοσκοπία
ὀρνιθόσκοπος
ὀρνιθοτροφεῖον
ὀρνιθοτροφέω
ὀρνιθοτροφία
ὀρνιθότροφος
ὀρνιθοφάγος
ὀρνιθοφυής
ὀρνιθώδης
ὀρνιθών
ὄρνιος
ὄρνις
ὄρνιτο
View word page
ὀρνιθοτροφεῖον
ὀρνῑθοτροφ-εῖον, τό,
A). poultry-house, Varro RR 3.5.8 .


ShortDef

poultry-house

Debugging

Headword:
ὀρνιθοτροφεῖον
Headword (normalized):
ὀρνιθοτροφεῖον
Headword (normalized/stripped):
ορνιθοτροφειον
IDX:
75249
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-75250
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ὀρνῑθοτροφ-εῖον</span>, <span class="gen greek">τό</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">poultry-house,</span> Varro <span class="bibl"> <span class="title" style="font-style: italic;">RR</span> 3.5.8 </span>.</div> </div><br><br>'}