Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

ὀρνιθομανής
ὀρνιθομαντεία
ὀρνιθόμαντις
ὀρνιθονομεῖον
ὀρνιθόομαι
ὀρνιθόπαις
ὀρνιθοπέδη
ὀρνιθοπρόσωπος
ὀρνιθοπώλης
ὀρνιθοσκοπέομαι
ὀρνιθοσκοπία
ὀρνιθόσκοπος
ὀρνιθοτροφεῖον
ὀρνιθοτροφέω
ὀρνιθοτροφία
ὀρνιθότροφος
ὀρνιθοφάγος
ὀρνιθοφυής
ὀρνιθώδης
ὀρνιθών
ὄρνιος
View word page
ὀρνιθοσκοπία
ὀρνῑθοσκοπ-ία, ,
A). = ὀρνιθομαντεία , Phleg. 37J.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
ὀρνιθοσκοπία
Headword (normalized):
ὀρνιθοσκοπία
Headword (normalized/stripped):
ορνιθοσκοπια
IDX:
75247
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-75248
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ὀρνῑθοσκοπ-ία</span>, <span class="gen greek">ἡ</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> = <span class="ref greek">ὀρνιθομαντεία</span> , <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Phleg.</span> 37J. </span> </div> </div><br><br>'}