Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

ὀρνιθολόγος
ὀρνιθολόχος
ὀρνιθομανέω
ὀρνιθομανής
ὀρνιθομαντεία
ὀρνιθόμαντις
ὀρνιθονομεῖον
ὀρνιθόομαι
ὀρνιθόπαις
ὀρνιθοπέδη
ὀρνιθοπρόσωπος
ὀρνιθοπώλης
ὀρνιθοσκοπέομαι
ὀρνιθοσκοπία
ὀρνιθόσκοπος
ὀρνιθοτροφεῖον
ὀρνιθοτροφέω
ὀρνιθοτροφία
ὀρνιθότροφος
ὀρνιθοφάγος
ὀρνιθοφυής
View word page
ὀρνιθοπρόσωπος
ὀρνῑθο-πρόσωπος, ον,
A). bird-faced, Porph. Abst. 3.16 .


ShortDef

bird-faced

Debugging

Headword:
ὀρνιθοπρόσωπος
Headword (normalized):
ὀρνιθοπρόσωπος
Headword (normalized/stripped):
ορνιθοπροσωπος
IDX:
75244
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-75245
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ὀρνῑθο-πρόσωπος</span>, <span class="itype greek">ον</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">bird-faced,</span> <a class="bibl" target="_blank" data-urn="urn:cts:greekLit:tlg2034.tlg003:3:16" href="https://catalog-api-dev.scaife.eldarion.com/urn:cts:greekLit:tlg2034.tlg003:3.16/canonical-url/"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Porph.</span> <span class="title" style="font-style: italic;">Abst.</span> 3.16 </a>.</div> </div><br><br>'}