Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

ὀρνιθοκρίτης
ὀρνιθολόγος
ὀρνιθολόχος
ὀρνιθομανέω
ὀρνιθομανής
ὀρνιθομαντεία
ὀρνιθόμαντις
ὀρνιθονομεῖον
ὀρνιθόομαι
ὀρνιθόπαις
ὀρνιθοπέδη
ὀρνιθοπρόσωπος
ὀρνιθοπώλης
ὀρνιθοσκοπέομαι
ὀρνιθοσκοπία
ὀρνιθόσκοπος
ὀρνιθοτροφεῖον
ὀρνιθοτροφέω
ὀρνιθοτροφία
ὀρνιθότροφος
ὀρνιθοφάγος
View word page
ὀρνιθοπέδη
ὀρνῑθο-πέδη, ,
A). snare for birds, AP 9.396 (Paul. Sil.).


ShortDef

a snare for birds

Debugging

Headword:
ὀρνιθοπέδη
Headword (normalized):
ὀρνιθοπέδη
Headword (normalized/stripped):
ορνιθοπεδη
IDX:
75243
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-75244
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ὀρνῑθο-πέδη</span>, <span class="gen greek">ἡ</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">snare for birds,</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">AP</span> 9.396 </span> (Paul. Sil.).</div> </div><br><br>'}