Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

ὀρνιθοκομεῖον
ὀρνιθοκόμος
ὀρνιθοκόος
ὀρνιθοκρίτης
ὀρνιθολόγος
ὀρνιθολόχος
ὀρνιθομανέω
ὀρνιθομανής
ὀρνιθομαντεία
ὀρνιθόμαντις
ὀρνιθονομεῖον
ὀρνιθόομαι
ὀρνιθόπαις
ὀρνιθοπέδη
ὀρνιθοπρόσωπος
ὀρνιθοπώλης
ὀρνιθοσκοπέομαι
ὀρνιθοσκοπία
ὀρνιθόσκοπος
ὀρνιθοτροφεῖον
ὀρνιθοτροφέω
View word page
ὀρνιθονομεῖον
ὀρνῑθο-νομεῖον,
A). v. ὀρνιθοκομεῖον.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
ὀρνιθονομεῖον
Headword (normalized):
ὀρνιθονομεῖον
Headword (normalized/stripped):
ορνιθονομειον
IDX:
75240
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-75241
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ὀρνῑθο-νομεῖον</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> v. <span class="ref greek">ὀρνιθοκομεῖον.</span> </div> </div><br><br>'}