Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

ὀρνιθοκλόος
ὀρνιθοκομεῖον
ὀρνιθοκόμος
ὀρνιθοκόος
ὀρνιθοκρίτης
ὀρνιθολόγος
ὀρνιθολόχος
ὀρνιθομανέω
ὀρνιθομανής
ὀρνιθομαντεία
ὀρνιθόμαντις
ὀρνιθονομεῖον
ὀρνιθόομαι
ὀρνιθόπαις
ὀρνιθοπέδη
ὀρνιθοπρόσωπος
ὀρνιθοπώλης
ὀρνιθοσκοπέομαι
ὀρνιθοσκοπία
ὀρνιθόσκοπος
ὀρνιθοτροφεῖον
View word page
ὀρνιθόμαντις
ὀρνῑθό-μαντις, εως, ,
A). = ὀρνεόμαντις , Hsch. s.v. οἰωνοπόλοι.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
ὀρνιθόμαντις
Headword (normalized):
ὀρνιθόμαντις
Headword (normalized/stripped):
ορνιθομαντις
IDX:
75239
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-75240
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ὀρνῑθό-μαντις</span>, <span class="itype greek">εως</span>, <span class="gen greek">ὁ</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> = <span class="ref greek">ὀρνεόμαντις</span> , <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> s.v. <span class="ref greek">οἰωνοπόλοι.</span> </div> </div><br><br>'}