Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

ὀρνιθοθήρας
ὀρνιθοθηρευτής
ὀρνιθοθηρέω
ὀρνιθοκάπηλος
ὀρνιθοκλέπτης
ὀρνιθοκλόος
ὀρνιθοκομεῖον
ὀρνιθοκόμος
ὀρνιθοκόος
ὀρνιθοκρίτης
ὀρνιθολόγος
ὀρνιθολόχος
ὀρνιθομανέω
ὀρνιθομανής
ὀρνιθομαντεία
ὀρνιθόμαντις
ὀρνιθονομεῖον
ὀρνιθόομαι
ὀρνιθόπαις
ὀρνιθοπέδη
ὀρνιθοπρόσωπος
View word page
ὀρνιθολόγος
ὀρνῑθο-λόγος, , v. sq.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
ὀρνιθολόγος
Headword (normalized):
ὀρνιθολόγος
Headword (normalized/stripped):
ορνιθολογος
IDX:
75234
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-75235
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ὀρνῑθο-λόγος</span>, <span class="gen greek">ὁ</span>, v. sq.</div><br><br>'}