Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

ὀρνιθόγονος
ὀρνιθοειδής
ὀρνιθοθήρας
ὀρνιθοθηρευτής
ὀρνιθοθηρέω
ὀρνιθοκάπηλος
ὀρνιθοκλέπτης
ὀρνιθοκλόος
ὀρνιθοκομεῖον
ὀρνιθοκόμος
ὀρνιθοκόος
ὀρνιθοκρίτης
ὀρνιθολόγος
ὀρνιθολόχος
ὀρνιθομανέω
ὀρνιθομανής
ὀρνιθομαντεία
ὀρνιθόμαντις
ὀρνιθονομεῖον
ὀρνιθόομαι
ὀρνιθόπαις
View word page
ὀρνιθοκόος
ὀρνῑθο-κόος, ον,
A). understanding birds, EM 632.18 , as etym. of ὀρνιθοκλόος, cf. Phot. ὀρνιθοκλόνοι· ὀρνιθοσκόποι.


ShortDef

understanding birds

Debugging

Headword:
ὀρνιθοκόος
Headword (normalized):
ὀρνιθοκόος
Headword (normalized/stripped):
ορνιθοκοος
IDX:
75232
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-75233
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ὀρνῑθο-κόος</span>, <span class="itype greek">ον</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">understanding birds,</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">EM</span> 632.18 </span>, as etym. of <span class="foreign greek">ὀρνιθοκλόος,</span> cf. <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Phot.</span> </span> <span class="foreign greek">ὀρνιθοκλόνοι· ὀρνιθοσκόποι.</span> </div> </div><br><br>'}