Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
ὀρνιθογνώμων
ὀρνιθογονία
ὀρνιθόγονος
ὀρνιθοειδής
ὀρνιθοθήρας
ὀρνιθοθηρευτής
ὀρνιθοθηρέω
ὀρνιθοκάπηλος
ὀρνιθοκλέπτης
ὀρνιθοκλόος
ὀρνιθοκομεῖον
ὀρνιθοκόμος
ὀρνιθοκόος
ὀρνιθοκρίτης
ὀρνιθολόγος
ὀρνιθολόχος
ὀρνιθομανέω
ὀρνιθομανής
ὀρνιθομαντεία
ὀρνιθόμαντις
ὀρνιθονομεῖον
View word page
ὀρνιθοκομεῖον
ὀρνῑθο-κομεῖον
,
τό
,
A).
place where birds are kept,
Suid.
; v.l.
ὀρνιθονομεῖον.
ShortDef
place where birds are kept
Debugging
Headword:
ὀρνιθοκομεῖον
Headword (normalized):
ὀρνιθοκομεῖον
Headword (normalized/stripped):
ορνιθοκομειον
IDX:
75230
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-75231
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ὀρνῑθο-κομεῖον</span>, <span class="gen greek">τό</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">place where birds are kept,</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Suid.</span> </span> ; v.l. <span class="ref greek">ὀρνιθονομεῖον.</span> </div> </div><br><br>'}