Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

ὀρνιθογενής
ὀρνιθογνώμων
ὀρνιθογονία
ὀρνιθόγονος
ὀρνιθοειδής
ὀρνιθοθήρας
ὀρνιθοθηρευτής
ὀρνιθοθηρέω
ὀρνιθοκάπηλος
ὀρνιθοκλέπτης
ὀρνιθοκλόος
ὀρνιθοκομεῖον
ὀρνιθοκόμος
ὀρνιθοκόος
ὀρνιθοκρίτης
ὀρνιθολόγος
ὀρνιθολόχος
ὀρνιθομανέω
ὀρνιθομανής
ὀρνιθομαντεία
ὀρνιθόμαντις
View word page
ὀρνιθοκλόος
ὀρνῑθο-κλόος,
A). v. ὀρνιθοκόος.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
ὀρνιθοκλόος
Headword (normalized):
ὀρνιθοκλόος
Headword (normalized/stripped):
ορνιθοκλοος
IDX:
75229
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-75230
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ὀρνῑθο-κλόος</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> v. <span class="ref greek">ὀρνιθοκόος.</span> </div> </div><br><br>'}