Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

ὀρνιθίας
ὀρνιθικός
ὀρνίθιον
ὀρνιθοβόρος
ὀρνιθοβοσκεῖον
ὀρνιθόγαλον
ὀρνιθογενής
ὀρνιθογνώμων
ὀρνιθογονία
ὀρνιθόγονος
ὀρνιθοειδής
ὀρνιθοθήρας
ὀρνιθοθηρευτής
ὀρνιθοθηρέω
ὀρνιθοκάπηλος
ὀρνιθοκλέπτης
ὀρνιθοκλόος
ὀρνιθοκομεῖον
ὀρνιθοκόμος
ὀρνιθοκόος
ὀρνιθοκρίτης
View word page
ὀρνιθοειδής
ὀρνῑθο-ειδής, ές,
A). like a bird, Adam. 1.4 .


ShortDef

like a bird

Debugging

Headword:
ὀρνιθοειδής
Headword (normalized):
ὀρνιθοειδής
Headword (normalized/stripped):
ορνιθοειδης
IDX:
75223
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-75224
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ὀρνῑθο-ειδής</span>, <span class="itype greek">ές</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">like a bird,</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Adam.</span> 1.4 </span>.</div> </div><br><br>'}