Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

ὀρνίθειος
ὀρνιθευτής
ὀρνιθευτικός
ὀρνιθεύω
ὀρνιθία
ὀρνιθιάζω
ὀρνιθιακός
ὀρνιθίας
ὀρνιθικός
ὀρνίθιον
ὀρνιθοβόρος
ὀρνιθοβοσκεῖον
ὀρνιθόγαλον
ὀρνιθογενής
ὀρνιθογνώμων
ὀρνιθογονία
ὀρνιθόγονος
ὀρνιθοειδής
ὀρνιθοθήρας
ὀρνιθοθηρευτής
ὀρνιθοθηρέω
View word page
ὀρνιθοβόρος
ὀρνῑθο-βόρος, ον,
A). devouring chickens, of the fox, Cyran. 52 .


ShortDef

devouring chickens

Debugging

Headword:
ὀρνιθοβόρος
Headword (normalized):
ὀρνιθοβόρος
Headword (normalized/stripped):
ορνιθοβορος
IDX:
75216
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-75217
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ὀρνῑθο-βόρος</span>, <span class="itype greek">ον</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">devouring chickens,</span> of the fox, <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Cyran.</span> 52 </span>.</div> </div><br><br>'}