Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

ὁρμητήριον
ὁρμητής
ὁρμητίας
ὁρμητικός
ὁρμητός
ὁρμιά
ὁρμιατόνος
ὁρμιευτής
ὁρμίζω
ὁρμιηβόλος
ὅρμικας
ὅρμινον
ὅρμισις
ὁρμίσκιον
ὁρμίσκος
ὅρμισμα
ὁρμιστέον
ὁρμιστηρία
ὁρμίστρια
ὁρμοδοτήρ
ὅρμος
View word page
ὅρμικας
ὅρμικας· μύρμηξ, Hsch.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
ὅρμικας
Headword (normalized):
ὅρμικας
Headword (normalized/stripped):
ορμικας
IDX:
75167
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-75168
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ὅρμικας·</span> <span class="foreign greek">μύρμηξ,</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> </div><br><br>'}