Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

ὅρκιος
ὁρκιοτομέω
ὁρκιοτόμος
ὅρκισμα
ὁρκισμός
ὁρκιστής
ὅρκμον
ὅρκος
ὁρκοῦρος
ὁρκόω
ὀρκύαλος
ὀρκυνεῖον
ὄρκυνος
ὀρκύπτω
ὄρκυς
ὅρκωμα
ὁρκωμοσία1
ὁρκωμόσια2
ὁρκωμοτέω
ὁρκωμότης
ὁρκωμοτικός
View word page
ὀρκύαλος
ὀρκύαλος,
A). v. ὄρκυνος.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
ὀρκύαλος
Headword (normalized):
ὀρκύαλος
Headword (normalized/stripped):
ορκυαλος
IDX:
75125
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-75126
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ὀρκύαλος</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> v. <span class="ref greek">ὄρκυνος.</span> </div> </div><br><br>'}