Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

ὁριστός
ὀριτρεφής
ὀρίχαλκος
ὀριχᾶται
ὁρκάνη
ὁρκαπάτης
ὅρκη
ὀρκῆσι
ὁρκιατομέω
ὁρκίζω
ὁρκιητόμος
ὁρκικός
ὁρκίλλομαι
ὅρκιον
ὅρκιος
ὁρκιοτομέω
ὁρκιοτόμος
ὅρκισμα
ὁρκισμός
ὁρκιστής
ὅρκμον
View word page
ὁρκιητόμος
ὁρκ-ιητόμος, ὁρκ-ιηφόρος,
A). v. ὁρκιοτόμος.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
ὁρκιητόμος
Headword (normalized):
ὁρκιητόμος
Headword (normalized/stripped):
ορκιητομος
IDX:
75111
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-75112
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ὁρκ-ιητόμος</span>, <span class="orth greek">ὁρκ-ιηφόρος</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> v. <span class="ref greek">ὁρκιοτόμος.</span> </div> </div><br><br>'}