Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

ὁριστής
ὁριστικός
ὁριστός
ὀριτρεφής
ὀρίχαλκος
ὀριχᾶται
ὁρκάνη
ὁρκαπάτης
ὅρκη
ὀρκῆσι
ὁρκιατομέω
ὁρκίζω
ὁρκιητόμος
ὁρκικός
ὁρκίλλομαι
ὅρκιον
ὅρκιος
ὁρκιοτομέω
ὁρκιοτόμος
ὅρκισμα
ὁρκισμός
View word page
ὁρκιατομέω
ὁρκ-ιᾱτομέω, ὁρκ-ιᾱτόμος,
A). v. ὁρκιοτ-.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
ὁρκιατομέω
Headword (normalized):
ὁρκιατομέω
Headword (normalized/stripped):
ορκιατομεω
IDX:
75109
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-75110
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ὁρκ-ιᾱτομέω</span>, <span class="orth greek">ὁρκ-ιᾱτόμος</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> v. <span class="ref greek">ὁρκιοτ-.</span> </div> </div><br><br>'}