Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

ὀριπλανής
ὅρισις
ὅρισμα
ὁρισμός
ὁριστέον
ὁριστής
ὁριστικός
ὁριστός
ὀριτρεφής
ὀρίχαλκος
ὀριχᾶται
ὁρκάνη
ὁρκαπάτης
ὅρκη
ὀρκῆσι
ὁρκιατομέω
ὁρκίζω
ὁρκιητόμος
ὁρκικός
ὁρκίλλομαι
ὅρκιον
View word page
ὀριχᾶται
ὀριχᾶται· γλίχεται, ἐπιθυμεῖ, Hsch. Ὄριψα· Ἐρινύς, Id. ὁρκάθους· ἐφ’ ὧν τὰ σῦκα ψύχουσι, Id.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
ὀριχᾶται
Headword (normalized):
ὀριχᾶται
Headword (normalized/stripped):
οριχαται
IDX:
75104
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-75105
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ὀριχᾶται·</span> <span class="foreign greek">γλίχεται, ἐπιθυμεῖ,</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> <span class="orth greek">Ὄριψα·</span> <span class="foreign greek">Ἐρινύς,</span> Id. <span class="orth greek">ὁρκάθους·</span> <span class="foreign greek">ἐφ’ ὧν τὰ σῦκα ψύχουσι,</span> Id.</div><br><br>'}