Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

ὀριπλαγκτος
ὀριπλανής
ὅρισις
ὅρισμα
ὁρισμός
ὁριστέον
ὁριστής
ὁριστικός
ὁριστός
ὀριτρεφής
ὀρίχαλκος
ὀριχᾶται
ὁρκάνη
ὁρκαπάτης
ὅρκη
ὀρκῆσι
ὁρκιατομέω
ὁρκίζω
ὁρκιητόμος
ὁρκικός
ὁρκίλλομαι
View word page
ὀρίχαλκος
ὀρί-χαλκος,
A). v. ὀρείχαλκος.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
ὀρίχαλκος
Headword (normalized):
ὀρίχαλκος
Headword (normalized/stripped):
οριχαλκος
IDX:
75103
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-75104
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ὀρί-χαλκος</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> v. <span class="ref greek">ὀρείχαλκος.</span> </div> </div><br><br>'}