Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

ὅριος
ὀριπλαγκτος
ὀριπλανής
ὅρισις
ὅρισμα
ὁρισμός
ὁριστέον
ὁριστής
ὁριστικός
ὁριστός
ὀριτρεφής
ὀρίχαλκος
ὀριχᾶται
ὁρκάνη
ὁρκαπάτης
ὅρκη
ὀρκῆσι
ὁρκιατομέω
ὁρκίζω
ὁρκιητόμος
ὁρκικός
View word page
ὀριτρεφής
ὀρι-τρεφής, ές, and ὀρί-τροφος, ον,
A). v. ὀρειτρ-.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
ὀριτρεφής
Headword (normalized):
ὀριτρεφής
Headword (normalized/stripped):
οριτρεφης
IDX:
75102
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-75103
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ὀρι-τρεφής</span>, <span class="itype greek">ές</span>, and <span class="orth greek">ὀρί-τροφος</span>, <span class="itype greek">ον</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> v. <span class="ref greek">ὀρειτρ-.</span> </div> </div><br><br>'}