Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

ὀρινίαι
ὀρινοβάτης
ὀρίντης
ὀρίνω
ὁριοδείκτης
ὁριοθετέω
ὁριοκράτωρ
ὅριον
ὅριος
ὀριπλαγκτος
ὀριπλανής
ὅρισις
ὅρισμα
ὁρισμός
ὁριστέον
ὁριστής
ὁριστικός
ὁριστός
ὀριτρεφής
ὀρίχαλκος
ὀριχᾶται
View word page
ὀριπλανής
ὀρι-πλανής, ές, and ὀρί-πλανος, ον,
A). v. ὀρειπλ-.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
ὀριπλανής
Headword (normalized):
ὀριπλανής
Headword (normalized/stripped):
οριπλανης
IDX:
75094
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-75095
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ὀρι-πλανής</span>, <span class="itype greek">ές</span>, and <span class="orth greek">ὀρί-πλανος</span>, <span class="itype greek">ον</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> v. <span class="ref greek">ὀρειπλ-.</span> </div> </div><br><br>'}