Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

ὁρίζων
ὀρικάνην
ὀρικός
ὁρικός
ὀρίκτιτος
ὀρίκτυπος
ὀρικυπτεῖν
ὀριμαλίδες
ὀρινάδες
ὀρίνδης
ὀρινίαι
ὀρινοβάτης
ὀρίντης
ὀρίνω
ὁριοδείκτης
ὁριοθετέω
ὁριοκράτωρ
ὅριον
ὅριος
ὀριπλαγκτος
ὀριπλανής
View word page
ὀρινίαι
ὀρινίαι· ἀναδενδράδες, Hsch.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
ὀρινίαι
Headword (normalized):
ὀρινίαι
Headword (normalized/stripped):
ορινιαι
IDX:
75084
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-75085
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ὀρινίαι·</span> <span class="foreign greek">ἀναδενδράδες,</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> </div><br><br>'}