Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

ὀριδρόμος
ὁρίζω
ὁρίζων
ὀρικάνην
ὀρικός
ὁρικός
ὀρίκτιτος
ὀρίκτυπος
ὀρικυπτεῖν
ὀριμαλίδες
ὀρινάδες
ὀρίνδης
ὀρινίαι
ὀρινοβάτης
ὀρίντης
ὀρίνω
ὁριοδείκτης
ὁριοθετέω
ὁριοκράτωρ
ὅριον
ὅριος
View word page
ὀρινάδες
ὀρινάδες· τὰ ἀνώτερα, Hsch.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
ὀρινάδες
Headword (normalized):
ὀρινάδες
Headword (normalized/stripped):
οριναδες
IDX:
75082
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-75083
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ὀρινάδες·</span> <span class="foreign greek">τὰ ἀνώτερα,</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> </div><br><br>'}