Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

ὀριγνάομαι
ὀρίγονος
ὀριδρόμος
ὁρίζω
ὁρίζων
ὀρικάνην
ὀρικός
ὁρικός
ὀρίκτιτος
ὀρίκτυπος
ὀρικυπτεῖν
ὀριμαλίδες
ὀρινάδες
ὀρίνδης
ὀρινίαι
ὀρινοβάτης
ὀρίντης
ὀρίνω
ὁριοδείκτης
ὁριοθετέω
ὁριοκράτωρ
View word page
ὀρικυπτεῖν
ὀρι-κυπτεῖν· τὸ ἀνατείνεσθαι, καὶ ἐπ’ ἄκρων ὀνύχων ἵστασθαι, Hsch. (Cf. ὀρκ-.)


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
ὀρικυπτεῖν
Headword (normalized):
ὀρικυπτεῖν
Headword (normalized/stripped):
ορικυπτειν
IDX:
75080
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-75081
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ὀρι-κυπτεῖν·</span> <span class="foreign greek">τὸ ἀνατείνεσθαι, καὶ ἐπ’ ἄκρων ὀνύχων ἵστασθαι,</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> (Cf. <span class="foreign greek">ὀρκ-.</span>)</div><br><br>'}