Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

ὀριγανίτης
ὀριγανίων
ὀριγανοειδές
ὀριγανόεις
ὀρίγανον
ὀριγνάομαι
ὀρίγονος
ὀριδρόμος
ὁρίζω
ὁρίζων
ὀρικάνην
ὀρικός
ὁρικός
ὀρίκτιτος
ὀρίκτυπος
ὀρικυπτεῖν
ὀριμαλίδες
ὀρινάδες
ὀρίνδης
ὀρινίαι
ὀρινοβάτης
View word page
ὀρικάνην
ὀρικάνην· δεσμωτήριον, οἱ δὲ φραγμόν, οἱ δὲ σαργάνην, ἢ σκῆπτρον, Hsch. (Cf. ὁρκάνη.)


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
ὀρικάνην
Headword (normalized):
ὀρικάνην
Headword (normalized/stripped):
ορικανην
IDX:
75075
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-75076
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ὀρικάνην·</span> <span class="foreign greek">δεσμωτήριον, οἱ δὲ φραγμόν, οἱ δὲ σαργάνην, ἢ σκῆπτρον,</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> (Cf. <span class="foreign greek">ὁρκάνη.</span>)</div><br><br>'}