Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

Ὀριβάτης
ὀριγανίζω
ὀριγανίς
ὀριγανίτης
ὀριγανίων
ὀριγανοειδές
ὀριγανόεις
ὀρίγανον
ὀριγνάομαι
ὀρίγονος
ὀριδρόμος
ὁρίζω
ὁρίζων
ὀρικάνην
ὀρικός
ὁρικός
ὀρίκτιτος
ὀρίκτυπος
ὀρικυπτεῖν
ὀριμαλίδες
ὀρινάδες
View word page
ὀριδρόμος
ὀρι-δρόμος,
A). v. ὀρειδρόμος.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
ὀριδρόμος
Headword (normalized):
ὀριδρόμος
Headword (normalized/stripped):
οριδρομος
IDX:
75072
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-75073
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ὀρι-δρόμος</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> v. <span class="ref greek">ὀρειδρόμος.</span> </div> </div><br><br>'}